- βακχιάδων
- Βακχιάςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βακχιαδῶν — Βακχιάδαι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και … Dictionary of Greek
λάβδα — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν κόρη του Αμφίωνα, καταγόμενη από το γένος των Βακχιάδων. Επειδή ήταν άσχημη και κουτσή, δεν κατάφερε να βρει άντρα από το γένος της, όπως ήταν το έθιμο, οπότε ο πατέρας της αναγκάστηκε… … Dictionary of Greek